ἐνσκήψει

ἐνσκήψει
ἔνσκηψις
falling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐνσκήψεϊ , ἔνσκηψις
falling
fem dat sg (epic)
ἔνσκηψις
falling
fem dat sg (attic ionic)
ἐνσκήπτω
hurl
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐνσκήπτω
hurl
fut ind mid 2nd sg
ἐνσκήπτω
hurl
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Απολλωνία — I Ονομασία γιορτής στην αρχαία Ελλάδα και αθλητικών αγώνων στη Ρώμη. 1. Εξιλαστήρια γιορτή που τελούσαν στη Σικυώνα προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης και σε ανάμνηση της απαλλαγής των κατοίκων της από λοιμό που είχε ενσκήψει στην πόλη όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… …   Dictionary of Greek

  • Καβήλιας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Υπηρέτησε στο σώμα του Κανάρη και του Αποστόλη και διακρίθηκε σε πολλές ναυμαχίες. 2. Δημήτριος. Εξάδελφος του προηγούμενου. Αρχικά ήταν πλοίαρχος ιδιόκτητης γολέτας, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”